- τσογλάνι
- το хулиган
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσογλάνι — και τσοκλάνι, το, Ν 1. (επί τουρκοκρατίας) παιδί χριστιανικής οικογένειας που διατελούσε στην υπηρεσία τών Τούρκων σουλτάνων 2. μτφ. αλητόπαιδο, παλιόπαιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. coglan] … Dictionary of Greek
τσογλάνι — το (λ. τουρκ.) 1. χριστιανόπαιδο καλής οικογένειας που υπηρετούσε στα σουλτανικά ανάκτορα. 2. μτφ., διεφθαρμένος νέος, παλιόπαιδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσόγλανος — ο, Ν (επιτ. τ.) τσογλάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσογλάνι + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. μούλαρ ος)] … Dictionary of Greek